- εμποροκαπετάνιος
- ο1. καπετάνιος πλοίου και συγχρόνως έμπορος, ιδιοκτήτης εμπορικού πλοίου που φορτώνει εμπορεύματα για λογαριασμό του και τά πωλεί στα διάφορα λιμάνια όπου καταπλέει2. εμποροπλοίαρχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμποροκαπετάνιος — ο 1. ο πλοίαρχος ιδιόκτητου ιστιοφόρου, που φορτώνει σ αυτό εμπορεύματα για λογαριασμό του. 2. εμποροπλοίαρχος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
εμποροπλοίαρχος — ο (θηλ. εμποροπλοιαρχίνα) 1. πλοίαρχος τού εμπορικού ναυτικού 2. το θηλ. η γυναίκα εμποροπλοιάρχου 3. εμποροκαπετάνιος … Dictionary of Greek
εμποροπλοίαρχος — ο θηλ. ίνα 1. πλοίαρχος εμπορικού πλοίου. 2. εμποροκαπετάνιος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)